υποβρύχιος

υποβρύχιος
-α, -ο
1. αυτός που βρίσκεται ή γίνεται κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας, στο βυθό της θάλασσας: Υποβρύχιες έρευνες.
2. υποβρυχιακός (βλ. λ.): Υποβρύχιος πόλεμος.
3. το ουδ. ως ουσ., υποβρύχιο (βλ. λ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ὑποβρύχιος — under water masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υποβρύχιος — α, ο / ὑποβρύχιος, ία, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος και ιων. τ. ίη, Α αυτός που βρίσκεται ή που γίνεται κάτω από την επιφάνεια τού νερού, κυρίως στη θάλασσα (α. «υποβρύχιες έρευνες» β. «ὑποβρύχιον... φέρων τὸν ἵππον», Ηρόδ. γ. «τὴν δ ἄνεμος καὶ κῡμα… …   Dictionary of Greek

  • ὑποβρυχίων — ὑποβρύχιος under water fem gen pl ὑποβρύχιος under water masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποβρύχιον — ὑποβρύχιος under water masc acc sg ὑποβρύχιος under water neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποβρυχίη — ὑποβρύχιος under water fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποβρυχίην — ὑποβρύχιος under water fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποβρυχίης — ὑποβρύχιος under water fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποβρυχίοιο — ὑποβρύχιος under water masc/neut gen sg (epic ionic) ὑποβρυχάομαι roar pres opt mp 2nd sg (epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποβρυχίοις — ὑποβρύχιος under water masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποβρυχίοισι — ὑποβρύχιος under water masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”