ὑποβρύχιος — under water masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποβρύχιος — α, ο / ὑποβρύχιος, ία, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος και ιων. τ. ίη, Α αυτός που βρίσκεται ή που γίνεται κάτω από την επιφάνεια τού νερού, κυρίως στη θάλασσα (α. «υποβρύχιες έρευνες» β. «ὑποβρύχιον... φέρων τὸν ἵππον», Ηρόδ. γ. «τὴν δ ἄνεμος καὶ κῡμα… … Dictionary of Greek
ὑποβρυχίων — ὑποβρύχιος under water fem gen pl ὑποβρύχιος under water masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποβρύχιον — ὑποβρύχιος under water masc acc sg ὑποβρύχιος under water neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποβρυχίη — ὑποβρύχιος under water fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποβρυχίην — ὑποβρύχιος under water fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποβρυχίης — ὑποβρύχιος under water fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποβρυχίοιο — ὑποβρύχιος under water masc/neut gen sg (epic ionic) ὑποβρυχάομαι roar pres opt mp 2nd sg (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποβρυχίοις — ὑποβρύχιος under water masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποβρυχίοισι — ὑποβρύχιος under water masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)